ἁρμόζον — ἁρμόζω fit together pres part act masc voc sg ἁρμόζω fit together pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CALLE — Graece κάλλη, Hesychio εἶδος ἀνθοποιὸν πρὸς βαφην` ἁρμόζον. Floris genus ad tingendum aptum. Vide ibid … Hofmann J. Lexicon universale
πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… … Dictionary of Greek
πρεπιά — η, Ν [πρεπό] 1. το πρέπον, το αρμόζον 2. ευπρέπεια … Dictionary of Greek
συμμετριάζω — Α [συμμετρία] τηρώ συμμετρία, τηρώ το αρμόζον μέτρο … Dictionary of Greek
σύμμετρος — η, ο/ σύμμετρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει με άλλον κοινό μέτρο σε σχέση με κάτι, ανάλογος 2. αυτός που παρουσιάζει συμμετρία, συμμετρικός 3. ισόμετρος νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με μέτρο, αυτός στον οποίο τηρούνται οι αναλογίες («η μελέτη του… … Dictionary of Greek
τερμιόεις — εσσα, εν, Α 1. αυτός που φθάνει μέχρι τα τέρματα, ώς τα ακρότατα σημεία (α. «ἀσπις τερμιόεσσα» ασπίδα που καλύπτει όλο το σώμα, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, Ομ. Ιλ. β. «χιτὼν τερμιόεις» χιτώνας που σκεπάζει όλο το σώμα, Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.)… … Dictionary of Greek